- χρεωκοπίδης
- ὁ, Α(στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων τού Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο τής σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. -ίδης* τών πατρωνυμικών].
Dictionary of Greek. 2013.